- υπνολογία
- η, Νπραγματεία σχετική με τον ύπνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypnology (< ύπνος + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Βεν. Λέσβιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek